-
1 τηλικοῦτο
τηλικοῦτο, correlat. demonstrat. zu πηλίκος, wie τηλίκος, zu dem es sich verhält, wie οὗτος zu ὅς oder ὁ; – so alt u. übh. so groß; διδάσκεσϑαι βαρὺ τῷ τηλικούτῳ, Aesch. Ag. 1603; Soph. O. C. 755; das neutr. als adv. = so sehr; im Att. die gew. Form; πέλαγος, Isocr. 1, 19; τηλικαῦτα τὸ μέγεϑός ἐστιν 4, 26, vgl. 136, wo daneben steht τοσαύτας τὸ πλῆϑος, wie Dem. 19, 24, der oft vrbdt τηλικαῦτα καὶ τοιαῦτα, 19, 19. 44, 64 (vgl. Mätzner zu Lycurg. 2); μηδένα ἀξιοῦτε τηλικοῦτον παρ' ὑμῖν εἶναι ὥςτε παραβάντα τοὺς νόμους μὴ ϑοῦναι δίκην, 3, 13; νησύδρια τοιαῦτα καὶ τηλικαῦτα τὸ μέγεϑος, so klein, im Ggstz von μέγισται πόλεις, Isocr. Panath. 70; so alt, Plat. Prot. 318 b; so jung, Gorg. 466 a u. öfter, bes. τηλικοῦτος ὤν; Sp.
-
2 τηλικόσδε
τηλῐκόσδε, ήδε, όνδε, and [full] τηλῐκοῦτος, αύτη, οῦτον (also τηλικοῦτος as fem., S.OC 751, El. 614; and - οῦτο in neut., Alex.244), strengthd. forms of τηλίκος (as ὅδε, οὗτος of ὁ, τημοῦτος of τῆμος,A v. οὗτος A); the latter being more common in Prose:I of persons, of such an age, usu. meaning so old, with a part.,τηλικόσδ' ὤν E.Alc. 643
, cf. Pl.Ap. 34e, etc.;γεγῶσα τηλικήδ' ὅμως E.Fr. 533
;τηλικοῦτος ὤν Ar.Eq. 881
, Antiph.261, Pl.Grg. 489b, etc.: without part., τηλικόσδε, τηλικοῦτος, S.OC 735, El. 614; νοῦς τηλικοῦτος the mind of one so old as he is, Id.Ant. 767;τηλικῷδε ἀνθρώπῳ Pl.Ap. 37d
: pleonast.,τηλικοίδε γέροντες ἄνδρες Id.Cri. 49a
(s.v.l.): with Art., , v. infr. 3.2 of degrees of youth, so young, τηλικάσδ' ὁρῶν πάντων ἐρήμους girls of so tender age, S. OT 1508, cf. OC 1116; ἀεί σε κηδεύουσα.. τηλικοῦτος ib. 751;ὃν εἰ τηλικοῦτον ὄντα ἀπεκτείνατε.. Lys.14.16
, cf. Pl.R. 378d, Prt. 361e.3 repeated in opp. senses, οἱ τηλικοίδε καὶ διδαξόμεσθα δὴ φρονεῖν ὑπ' ἀνδρὸς τηλικοῦδε τὴν φύσιν; shall we old as we are take lessons forsooth from one so young? S.Ant. 726; σὺ ἐμοῦ σοφώτερος εἶ τηλικούτου ὄντος τηλικόσδε ὤν you though so young are wiser than I though so old, Pl.Ap. 25d.II so great, so large, = τόσος, τοσόσδε, ἐμὲ τηλικόνδε ὄντα the size I am, Id.Tht. 155b;τ. κακά Lyc.819
, cf. Ath.9.380d; τὰ τ. Pl.Ax. 370c: mostly in the stronger form, ἡ τηλικαύτη [πόλις] Id.R. 423b; ἀνὴρ τ. ὤν being so great, X.HG6.4.31; ἡ τ. ἀρχή, τ. ἔχθρα, Pl.Lg. 755b, 928e; τ. κακά, τ. ἀγαθόν, X.Mem.2.1.5, 4.4.8; τ. [ἀδικήματα] D.18.13;τ. τιμωρίαι Aeschin.1.173
;πεπραγμένα τ. τὸ μέγεθος Isoc.5.151
, cf. 98;τηλικαύτην βλάβην PCair.Zen.378.11
(iii B.C.):— τηλικοῦτος is freq. conjoined with τοιοῦτος and τοσοῦτος, νησύδρια τοιαῦτα καὶ τ. so small, Isoc.12.70;τ. καὶ τοιοῦτον σύστημα Pl.Lg. 686b
;τ. καὶ τοσοῦτος θεός Id.Smp. 177a
;τοσοῦτοι καὶ τ. θόρυβοι Aeschin.1.174
;τ. καὶ τοσαῦτ' ἀγαθά D.19.24
;οἱ τ. καὶ τοιοῦτοι τῷ γένει Men.Epit. 120
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τηλικόσδε
См. также в других словарях:
τηλικούτος — τηλικαύτη, τηλικοῡτον, Α 1. τέτοιας ηλικίας, τηλικόσδε* (α. «διδάσκεσθαι βαρὺ τῷ τηλικούτῳ», Αισχύλ. β. «ὅν, εἰ καὶ τηλικοῡτον ὄντα ἀπεκτείνατε», Λυσ.) 2. τόσο μεγάλος, ως προς το μέγεθος, το ποσόν ή την αξία (α. «ἡ τηλικαύτη ἀρχή», Πλάτ. β.… … Dictionary of Greek